- μαργαριτάρια
- μαργαριτάριονsmall pearlneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαργαριτάρι — Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα… … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… … Dictionary of Greek
λιθομαργαροζάφειρος — λιθομαργαροζάφειρος, ον (Μ) 1. διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, με μαργαριτάρια και ζαφείρια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθομαργαροζάφειρον πολύτιμοι λίθοι, μαργαριτάρια και ζαφείρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθομάργαρον + ζαφείρι] … Dictionary of Greek
μαργαριταρένιος — α, ο (Μ μαργαριταρένιος, α, ο και μαργαριταρένος, α, ον) [μαργαριτάρι] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μαργαριτάρια ή στολισμένος με μαργαριτάρια («μαργαριταρένιο κολιέ») 2. μτφ. αυτός που έχει το χρώμα και τη λάμψη τού μαργαριταριού, ο… … Dictionary of Greek
μαργαριτοφόρος — α, ο (Α μαργαριτοφόρος, ον) αυτός που παράγει μαργαριτάρια νεοελλ. αυτός που είναι στολισμένος με μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαρίτης + φόρος*] … Dictionary of Greek
μαργαρώνομαι — (Μ) [μάργαρος] διακοσμούμαι με μαργαριτάρια, είμαι γεμάτος με μαργαριτάρια … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek